Σύνδρομο de quervain ή στενωτική ενοντοελυτρίτιδα του πρώτου διαμερίσματος των εκτεινόντων μυών της άκρας χειρός.
Το σύνδρομο αυτό είναι σχετικά συχνό στον πληθυσμό. Εμφανίζεται περισσότερο σε γυναίκες μέσης ηλικίας Πρόκειται για μια κλινική οντότητα η οποία περιγράφεται ως στένωση του ελύτρου δύο τενόντων του: μακρού απαγωγού του αντίχειρα και του βραχέος εκτείνοντα τον αντίχειρα.
Ως έλυτρο ενός τένοντα ορίζεται μια δομή από ινώδη ιστό η οποία περιβάλλει τον τένοντα και τον προστατεύει από την φθορά και ταυτόχρονα μειώνει τις δυναμεις τριβής κατα την διαδρομή του τένοντα στην σύσπαση και στην χαλάρωση του μυός στον οποίο ο τένοντας ανήκει.
Ο συχνότερος λόγος πρόκλησης αυτής της κατάστασης είναι η χρόνια χρήση/κατάχρηση του καρπού στην εργασία , στις καθημερινές συνήθειες κ.α.Είναι σύνηθες σε μητέρες που επαναλαμβανόμενα σηκώνουν τα παιδιά τους στα χέρια ή σε ανθρώπους που η εργασία τους είναι χειρωνακτική και απαιτεί επαναλαμβανόμενες κινήσεις του καρπού.
Στους ανθρώπους που παρουσιάζουν αυτό το σύνδρομο συχνότερα συμπεριλαμβάνονται κυρίως γυναίκες πάνω από σαράντα ετών, οι έγκυες (ορμονικοί λόγοι),οι ασθενείς με κάποια ρευματική πάθηση καθώς και άνθρωποι που σε κάποια φάση έχουν τραυματίσει τον καρπό τους.
Τα συμπτώματα που παρουσιάζονται συχνότερα είναι πόνος πάνω από την βάση του αντίχειρα η οποία μπορεί να “ακτινοβολεί” κατα μήκος του πήχη από την πλευρά του αντίχειρα , αίσθημα μουδιάσματος στην περιοχή του αντιχειρα και του δείκτη, αίσθημα κολύματος στην ελεύθερη κίνηση των εμπλεκόμενων τενόντων και αίσθημα κριγμού (τριξίματος ) κατα την κίνηση του αντίχειρα.
Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται κλινικά από τον ορθοπαιδικό ο οποίος καλείται να εκτιμήσει την ύπαρξή του και το αν υπάρχει παράλληλα κάτι άλλο που να προκαλεί τέτοια συμπτωματολογία.
Η θεραπεία περιλαμβάνει μία γκάμα από επιλογές.Η συντηρητική αντιμετώπιση ξεκινά με φαρμακευτική αγωγή , χρήση ειδικών ναρθηκών ακινητοποίησης και αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες που προκαλούν ή και επιτείνουν τα συμπτώματα.
Σε πιο προχωρημένες καταστάσεις υπάρχει η επιλογή χρήσης ενέσιμων τοπικών αναισθητικών ή/ και κορτικοστεροειδών στην περιοχή του ελύτρου.
Σε καθε περίπτωση η παρέμβαση ενός φυσιοθεραπευτή κρίνεται ωφέλιμη, παντα όμως υπό τις οδηγίες του ορθοπαιδικού.
Η χειρουργική θεραπεία του συνδρόμου αποτελεί την τελική λύση που δίδεται όταν η συντηρητική θεραπεία έχει αποτύχει ή όταν ο ασθενής προσέλθει με ήδη επιβαρυμένο σύνδρομο που δεν ωφελεί πλέον η προσπάθεια συντηρητικής αντιμετώπισης.
Η χειρουργική θεραπεία περιλαμβάνει μια μικρή τομή στην περιοχή του προβληματικού ελύτρου και αποσυμπίεση των εμπλεκόμενων τενόντων.Μετεγχειρητικά ο ασθενής φροντίζει το τραύμα μέχρι την κοπή των ραμματων ενω φυσιοθεραπευτική φροντίδα μπορεί να χρειαστεί μέχρι οι απελευθερωμένοι πλέον τένοντες να λειτουργήσουν πλήρως.