Πόνος και δυσκαμψία στο δάκτυλο
Φυσιολογικά οι καμπτήρες τένοντες του χεριού περιβάλλονται από δομές που καλούνται έλυτρα και έχουν ως λειτουργία την προστασία και την θρέψη αυτών . Σε συγκεκριμένα διαστήματα στην παλαμιαία επιφάνεια των φαλαγγών των δακτύλων υπάρχουν άλλες δομές που αποκαλούνται δακτυλιοειδείς σύνδεσμοι(pulleys).
Οι σύνδεσμοι αυτοί λειτουργούν όπως οι τροχαλίες: περικλείουν τους καμπτήρες τένοντες και με την σύσπαση των καμπτήρων μυών, που εντοπίζονται στο αντιβράχιο,οι τένοντες ,που εκτείνονται από την περιοχή του καρπού μέχρι τα ακροδάκτυλα , περνώντας κάτω από τους δακτυλιοειδείς συνδέσμους είναι σε θέση να κάμπτουν τις φάλαγγες των δακτύλων στις αντίστοιχες αρθρώσεις .Έτσι επιτυγχάνεται η κίνηση των δακτύλων στην κάμψη και εν γένει η λειτουργία του χεριού ως όργανο σύλληψης.
Στην κοινότητα είναι ιδιαίτερα συχνό,ιδίως σε ανθρώπους που δουλεύουν με τα χέρια τους ,να παρουσιάζουν πόνο στην περιοχή της παλάμης κοντά στην ‘ρίζα’ ενός δακτύλου όταν το κάμπτουν. Μάλιστα είναι σύνηθες αυτό το σύμπτωμα να χειροτερεύει και να εξελίσσεται σε εμπλοκή (μπλοκάρισμα) της ελεύθερης κάμψης του δακτύλου.
Η παθολογική αυτή οντότητα ονομάζεται εκτινασσόμενος δάκτυλος (trigger finger στα Αγγλικά)και μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα δάκτυλα. Είναι συχνότερος σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και θυροειδοπάθεια. Πιό συχνα εμπλέκονται ο μέσος και ο παράμεσος δάκτυλος.
Η αιτία της βλάβης εντοπίζεται στον μη φυσιολογικό μεταβολισμό (παραγωγή και διάσπαση) του κολλαγόνου στην περιοχή του ευπαθούς τένοντα και ,του περιβλήματος αυτού , του αντίστοιχου ελύτρου ή/και του δακτυλιοειδούς συνδέσμου .Το αποτέλεσμα αυτής της ‘ανισσοροπίας’ είναι η μηχανική στένωση του διαστήματος ‘ολίσθησης’ του πάσχοντος τένοντα κάτω από το αντίστοιχο δακτυλιοειδή σύνδεσμο λόγω πάχυνσης του συνδέσμου , πάχυνσης του τένοντα ή και των δύο.
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν αρκετό καιρό δυσκολία στην κάμψη του δακτύλου προτιμούν να κρατάνε το δάκτυλό τους σε σχετική κάμψη για να μην πονούν ενώ τα συμπτώματα μπορεί να φτάσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε ουσιαστικά το δάκτυλο να μην μπορεί να τεντώσει μόνο του , ‘να κλειδώσει’ σε κάμψη. Τότε ο ασθενής να είναι αναγκασμένος να το ‘ξεκλειδώσει’ εκτείνοντας το πάσχον δάκτυλο με το άλλο του χέρι με τον τρόπο με τον οποίον κάποιος ανοίγει έναν σουγιά.
Η χρονιότητα της κατάστασης αυτής επηρρεάζει και τις υπόλοιπες μικρές αρθρώσεις του δακτύλου με αποτέλεσμα την σύγκαμψη αυτών και την δυσκολία του ασθενούς να εκτείνει πλήρως το δάκτυλο ακόμη και αν τελικά ο ασθενής αποφασίσει να παρέμβει για να αποκαταστήσει την αρχική στένωση.
Η θεραπεία αυτής της βλάβης μπορεί να ξεκινήσει συντηρητικά με χρήση ειδικών ναρθηκών έκτασης του δακτύλου και με χρήση ενέσιμων κορτικοστεροειδών .Όταν αυτά αποτύχουν ή όταν ο ασθενής έρχεται σε ήδη προχωρημένο στάδιο η χειρουργική θεραπεία είναι η ενδεικνυόμενη.
Το χειρουργείο είναι απλό , μπορεί να γίνει και με τοπική αναισθησία και έχει ως σκοπό την διατομή του δακτυλιοειδούς συνδέσμου και την απελευθέρωση της κίνησης του τένοντα.Με αυτόν τον τρόπο αποκαθίσταται η κίνηση του δακτύλου χωρίς πόνο και εμπλοκή.
Η αποκατασταση είναι συντομη και ουσιαστικά έγκειται στην φροντίδα της επούλωσης της τομής.Η λειτουργικότητα του δακτύλου αποκαθίσταται στα φυσιολογικά επίπεδα γρήγορα ξεκινώντας άμεσα μετα το χειρουργείο.